Η ΜΑΡΙΑ TΟΥ ΓΙΩΡΚΟΥΘΚΙΟΥ


Βυζαντινοί ιστοριογράφοι αναφέρουν ότι εκ παραλλήλου με τα πνεύματα που υπάρχουν στη Γη στη Θάλασσα και στους βυθούς, γεμάτος από δαιμόνια είναι και ο αήρ ο ευρισκόμενος «ύπερθεν ημών και περί ημάς». Με ανάλογες δε δοξασίες που έντονα εμπλουτίσθηκαν κατά τη Τουρκοκρατία φτάνουμε στη σημερινή Σολομωνική (δαιμονολογία). Η Κλείδα του Σολομώντος ή Σολομωνική είναι ένα βιβλίο μαγικών αποδιδόμενο στον βασιλέα Σολομώντα. Λένε ότι είναι απαγορευμένο και ότι είναι επικίνδυνο για όποιον διαβάσει το αυθεντικό. Περιέχει κλητεύσεις και επικλήσεις για να κληθούν πνεύματα νεκρών από την Κόλαση που είναι δαίμονες ή τιμωρημένες ψυχές. Και για να προστατευτεί ο επικαλεστής (καλούμενος ως εξορκιστής) από αυτούς και από μια πιθανή προσπάθεια δαιμονισμού, υπάρχουν κατάρες ώστε να υποχρεώσουν τα απρόθυμα πνεύματα να υπακούσουν. 
Με αυτή μου τη διήγηση θα αναφερθώ σε ένα παράξενο περιστατικό που συνέβηκε σε ένα τόπο που οι πρωτινοί έλεγαν ότι είναι διάβα αερικών. Είναι η περιοχή «Σταυρός», κάτω από την τοποθεσία «Σκαλί», ένα σταυροδρόμι δρόμων που οδηγεί στην παραθαλάσσια περιοχή «Δήμμα». Εάν πάρουμε την νοητή ευθεία «Μήλα» (ένα άλλο διάβα αερικών) και «Σταυρός», κατευθυνόμαστε στο πέλαγος όπου από το μακρινό του βάθος βγαίνει ο Σορόκος, ο άνεμος που όταν θυμώσει τσακίζει σκάφη όπως π.χ. το 1810 το «χρυσοκάραβο», ένα επιβατικό πλοίο που τσακίστηκε στις ξέρες του Φερφουρή και πνίγηκαν όλοι οι επιβάτες, ή τα πρόσφατα χρόνια το ναυάγιο του φορτηγού πλοίου «Δημήτριος» που είναι σφηνωμένο στις ίδιες ξέρες. Όταν μετά το θέριεμα του ο Σορόκος ηρεμεί και γλυκοφυσά ήσυχα και απαλά, σημάδι ότι το καλοκαίρι φεύγει και έρχεται το μουντό και γκρίζο φθινόπωρο, και όταν η θάλασσα είναι γαληνεμένη σαν σε απανεμιά, τότες με την βοήθεια αυτού του ανέμου βγαίνουν συνηθως μες τα δειλινά, τα Αερικά έξω στη στεριά και αναζητούν το γραμμένο πεπρωμένο τους που καθορίστηκε τον καιρό εκείνο που όντας ήσαν άνθρωποι ή ζώα τους έτυχε η μοίρα να καταδικαστούν να γίνουν δαίμονες και εξωτικά.
Η Μαρία του Γιωρκουθκιού καβαλικεμένη στον γάιδρο της πήγαινε  στη Μωροζό να ποτίσει το χωράφι. Είχε φτάσει στο Σταυρό, και ξάφνου κατάλαβε ότι το δροσερό αεράκι που φυσούσε σταμάτησε απότομα, και έπεσε απόλυτη ησυχία σαν  βαριά σιωπή. Ο γάιδαρος που καβαλούσε τσουλόκατσε και γκάριζε ανήσυχα όπως που να έκλαιγε. Κατάλαβε ότι κάτι αλλόκοτο συνέβαινε και δεν κατάλαβε αν σκοτείνιασαν τα μάτια της και έβλεπε τα γυρω της γκρίζα, ή σκοτείνιασαν τα βάθη του ορίζοντα και όλη η γύρω πλάση.
Κατέβηκε από το γάιδαρο και τραβώντας τον με το ζόρι συνέχισε το δρόμο της βιαστικά φοβισμένη και ανήσυχη από τα παράξενα καιρικά φαινόμενα.
Βιαστική όπως προχωρούσε στο μονοπάτι, συνάντησε ένα μικρό παιδάκι, το προσπερνά, αλλά μετά από λίγη απόσταση, ξανασυναντά το ίδιο παιδί ποιο μεγάλο σε ηλικία αυτή τη φορά, μετά από κάμποση απόσταση τον συναντά ακόμα πιο μεγάλο, και λίγο παρακάτω, ξάφνου τον βλέπει άνδρα μεγάλο με στολή σιδερένια και μια μεγάλη σπάθα στην κόξα να τρέχει σαν να θέλει να προλάβει κάποιον, να ανοιγοκλείνει το στόμα του και να φωνάζει, αλλά αντί για φωνές να βγαίνουν ιαχές ακαταλαβίστικες, και να συγχέονται με καλπασμούς αλόγων χωρίς όμως να βλέπει άλογα.
Πήρε πολύ μεγάλο φόβο η Μαρία, ασυναίσθητα άρχισε να επικαλείται την Παναγία και ξάφνικά όπως όλα άρχισαν,  όλα τέλειωσαν, πέρασαν, δεν συνέβαινε τίποτα, ήσαν όλα όπως πριν.
Από εκεινη την μερα η Μαρία του Γιωρκουθκιού, δεν ξαναπέρασε από τον ιδιο δρόμο.

ΟΙΚΟΓΕΝΕΙΑΚΟΙ ΔΕΣΜΟΙ, εισαγωγή

Σε όλους τους ανθρώπους υπάρχει μέσα τους η καλοσύνη, και είναι σπάνιες οι περιπτώσεις που μπορεί να μην συμβαίνει αυτό. Όταν στες οικο...