Στις αρχές του 1940 η μοναδική ταβέρνα που υπήρχε στη Χλώρακα
ήταν του Φκωνή, και σ αυτήν σύχναζαν ζαυροί και δεξιοί. Ήταν μια μικρή κάμαρη
και μέσα σ αυτήν οι θαμώνες αριετεροί και δεξιοί δεν τσακώνονταν, γιατί η επιβλητική
φιγούρα του ταβερνιάρη του Φκωνή, ήταν αποτρεπτικός παράγοντας. Δεν
επέτρεπε τίποτα να συμβαίνει, δεν άφηνε να χαλάσει η δουλειά του.
Μια μέρα βγήκαν από την ταβέρνα σε κατάσταση μέθης και ευθυμίας από το πολύ
κρασί μια παρέα από αριστερούς, ο Νικόλας Φοαρτάς, ο Ζήνωνας Ματθαίου, ο
Νέαρχος Νεάρχου, ο Νεόφυτος Καρεκλάς Μαυρέσης, και ο Γιαννής του Πατσαλιού
Λαούρης.
Περνώντας έξω από οίκημα της ΠΕΚ στην κεντρική πλατεία της εκκλησιάς, είδαν
μέσα τον Νικόλα του Αζίνα που ήταν ο αρχηγός της ΠΕΚ και ολόκληρης της δεξιάς
παράταξης, ήταν δηλαδή, μεγάλος δεξιός τοπικός παράγοντας.
Μέσα στην ευθυμία της μέθης που τους διακατείχε τους έπιασε το πατριωτικό,
και άρχισαν να τραγουδούν περιπεχτικά,
-Στάλιν το μουστάκιν σου εν μιάλον σαν του πεύκου,
τσιαί εν να κρεμάσουσιν πάνω ούλλους τους Πέκκους.
Ο Νικόλας Αζίνας θύμωσε γιατί Πέκκοι ονομάζονταν τα μέλη της οργάνωσης της
ΠΕΚ, και τους κατήγγειλε στη Αποικιοκρατική αστυνομία η οποία τους πρόσαψε
κατηγορία για εξύβριση και τους προσήγαγε στο δικαστήριο. Οι δικαστές εφάρμοζαν
την πολιτική γραμμή του Άγγλου Κυβερνήτη να είναι αυστηροί με τους αριστερούς, έτσι
επιδεικνύοντας πρωτοφανή αυστηρότητα, για ένα αστείο τραγουδάκι τους δίκασαν
αυστηρά, τους καταδίκασαν 15 μέρες φυλακή χωρίς δικαίωμα εξαγοράς και χωρίς αναστολή.
Εκείνη την εποχή ανάμεσα στους κατοίκους επικρατούσαν δυο ιδεολογίες, της
Αριστεράς και της Δεξιάς. Ο κόσμος και ιδιαίτερα οι νέοι ήσαν φανατισμένοι που
ακόμα και στη διασκέδαση τους ήσαν χωρισμένοι κατά ιδεολογίες, το ίδιο συνέβαινε
και στις διάφορες πολιτιστικες ή ψυχαγωγικές τους εκδηλώσεις. Εξαίρεση έκαναν
στα αθλήματα του διτσιμιού και του
παλιώματος, απλά και μόνον θέτοντας στόχο να επιδείξουν την δύναμη τους και την
ανωτερότητα τους οι μέν ενάντια στους δε.
Ήταν δύο οι κυρίαρχες οικογένειες αυτές που είχαν το πάνω χέρι και οι
υπόλοιποι ήσαν υποστηρικτές ή ενταγμένες σε αυτές. Η μια ομάδα της δεξιάς με
άρχουσα οικογένεια και σόι του Αζίνα, η άλλη της αριστερές με εξάρχουσα οικογένεια
το σόι του Λαούρη.
Ήταν μια εποχή που στους τόπους μας ανάμεσα στα άλλα έθιμα
όσοι κάτοικοι είχαν σωματική ρώμη συνήθιζαν να παλιώνουν μεταξύ τους. Εκτός από
τις κατ ιδίαν πάλες που συνέβαιναν ολόχρονα στις διάφορες γειτονιές και στους
αγρούς, επίσημα κάθε Πάσχα στην πλατεία της εκκλησιάς λάμβαναν χώρα μεγάλοι
αγώνες παλιώματος με όλους τους χωριανούς θεατές, όπου οι νικητές έπαιρναν
έπαθλα και βραβεία.
Ο πιο δυνατός στους δεξιούς ήταν ο Πιστέντης Χ¨ Χαραλάμπους-Κούμνος και ο
Αντώνης Μιχαήλ Αντωνούϊν ή άλλως Κολόιδον, ενώ στους αριστερούς, ένας που είχε
καλή σωματική ρώμη, ήταν το Αντρεούιν ο Καρακούσιης. Ήταν δυνατός, αλλά ήταν
και πονηρός. Στο πρώτο του πάλιωμα ήθελε οπωσδήποτε να είναι νικητής, έτσι κάθησε
και κατέστρωσε ένα σχέδιο για να τα καταφέρει.
Προκάλεσε σε πάλιωμα το Αντονούιν, και σαν επαλιώναν του τράβηξε το
βρακοζώνι με αποτελεσμα να του λυθεί η βράκα.
Για να αναδειχτεί κάποιος νικητής, έπρεπε να καταφέρει να γυρίσει και
να ξαπλώσει ανάσκελα τον αντίπαλο του, ή να τον κάνει να παραδεχτεί ήττα.
Σε κείνη την πάλη, υπήρχαν πολλοί θεατές σχεδόν όλοι οι κάτοικοι του χωριού,
και ιδιαίτερα παρόντες όλοι οι συγγενείς των παλαιστών. Όταν λύθηκε το βρακοζώνι του, το Αντωνούιν ντράπηκε, και για να μην του
πέσει η βράκα, γύρισε ανάσκελα παραδεχόμενος ήττα.
Από εκείνη τη μέρα ο Πιστέντης πείραζε το Κολόιδο για τον ανεκδιήγητο και
αστείο τρόπο που έχασε στο πάλιωμα με το Αντρεούι.
Ο Πιστέντης Χ¨ Χαραλάμπους ήταν ένας νέος με πολλή δύναμη και δυνατή σωματική
διάπλαση. Είχε σπουδαία θέση στην Κυβέρνηση, ήταν Μεμούρης, δηλαδή τελωνειακός
με βούλα στο χέρι. Ήταν υπεύθυνος για την ποσότητα της σοδειάς που πλήρωναν
αντίτιμο για την επιβολή της φορολογίας της λεγόμενης δεκατίας. Μπορούσε από
αυτή τη θέση άν ήθελε να αποκομίσει μεγάλα χρηματικά οφέλη, αλλά ήταν περήφανος,
ποτέ του δεν καταδεχόταν ρουσφέτι, ήταν ακόμη εγωιστής, και όταν μια φορά είχε διαφωνία
με τα αφεντικά του λόγω μεγάλης συνηδειακής διαφωνίας, έδωσε την παραίτηση του.
Έχασε τον παχουλό μισθό του και διορίστηκε Τουρκόπουλος με ένα πολύ πενιχρό
μεροκάματο. Είχε καρδιακές φιλίες με έναν χωριανό τον Αχιλλέα τον Βλόκκο, που
μόνο γι αυτό, πάντρεψαν τα παιδιά τους και συμπεθέρεψαν.
Μια μέρα περνώντας από το καφενείο του Μαχητή, συνάντησε μια μεγάλη παρέα να
κάθονται στην αυλή να πίνουν τον καφέ τους. Μαζί τους ήταν το Κολόιδο που πικαρισμένος
γιατί τον πείραζε που έχασε στην πάλη, γύρεψε να τον πειράξει κι αυτός σε σχέση
με τη καλή δουλειά του Μεμούρη που έχασε, λέγοντας του περιπαιχτικά,
-Καλώς τον Κούμνο που του φύαν τα κανάτσια»,
θέλοντας έτσι να πεί ότι λόγω της τωρινής του φτώχιας που έχασε τη σπουδαία
θέση του Μεμούρη, πλεον δεν έτρωγε πλουσιοπάροχα και έχασε τα πάχη του.
Ο Πιστέντης θύμωσε και τον κάλεσε να παλιώσουν. Τον μούνταρε και τον άρπαξε
από το λαιμό με κεφαλοκλείδωμα και άρχισε να τον σφίγγει. Τα μάτια του Κολόιδου
πετάχτηκαν έξω, δεν μπορούσε να αναπνεύσει, αλλά γιναξιής καθώς ήταν και μη
θέλοντας να παραδεχτεί ήττα όπως στην περίπτωση που πάλιωσε με το Αντρεούι και
κατάντησε περίγελο, δεν παραδεχόταν. Ο Πιστέντης έσφιγγε, οι άλλοι θαμώνες του
καφενείου αντί να τους χωρίσουν έκαναν χάζι, έτσι το Κολόιδο περνούσε δύσκολες
στιγμές, πνιγόταν πραγματικά.
Εκείνη την ώρα περνούσε από το δρόμο η Παναγιωτού η γυναίκα του Αχιλλέα του
Βλόκκου, σαν τους είδε έβαλε τις φωνές να τον αφήσει γιατί πνιγόταν. Ο
Πιστέντης απάντησε ότι δεν τον ξαπολούσε αν δεν παραδεχόταν ήττα. Γινάτι ο
ένας, γινάτι ο άλλος, η Παναγιωτού που ήταν αντρογυναίκα με τεράστια δύναμη στα
μπράτσα, άρπαξε τα χέρια του Πιστέντη και ελευθέρωσε το Κολόιδο. Τους μέρωσε
και έφυγε. Φεύγοντας ανέφανε ο άντρας της ο Αχιλλέας ο φίλος του Πιστέντη και κάθισαν όλοι
μαζί να πιούν κρασί.
Ο Πάπουτσος ο παππούς του Γιώρκου του Όψιμου, όταν ήταν νεαρός συνήθιζε να
τριγυρνά στις παρέες και επειδή ήταν ευχάριστος τύπος που ελεγε αστεία και
χωταττά, καμιά φορά τον προσκαλούσαν και τον κερνούσαν. Μόλις είδε τον
Πιστέντη τον Αχιλλέα και το Κολόιδο έτοιμους να κάτσουν για να πιούν και
θέλοντας να τους καλοπιάσει ώστε να τον προσκαλέσουν στο τραπέζι τους, τους
προσηκώθηκε και τους έδωκε καρέκλες.
-Ρε Πάπουτσε,
του λέει ο Πιστέντης,
-εν πετάσσεσαι τσιή πάνω στη βραχτή να πεις της Αναστασιάς να σου δώσει
πάνω κάτω τσιαί καμιάν πατάτα να το στρώσουμε;
Πήγε ο Πάπουτσος και βρήκε την γυναίκα του Πιστέντη την Αναστασιά μαζί με
τη μάνα της τη Χαραλαμπούν, να βοτανίζουν. Τους έδωσε την παραγγελιά, αλλά οι
γυναίκες του είπαν
-αντί νάρτει να δουλέψει, θέλει τσιαί δούλες; Να του πείς να πάει στο μάλιν
του να φκάλει πατάτες.
Πήρε το χαπάριν ο Πάπουστος, και νευριασμένος ο Πιστέντης καθώς ήταν οξύθυμος,
διά τριάππιθκια, ευρέθην στην βραχτήν. Άρπαξε ένα στελίφι και αρχίνισε να
δέρνει τις δυο γυναίκες, τις έκανε του αλατιού. Ξωπίσω πήγαινε ο Πάπουτσος, και
όποιον έβρισκε στο δρόμο του έλεγε,
-Επήεν ο Κούμνος τσιαί έδερεν τες, ένεν
καλά που έκαμεν, εν τέλεια πελλός,
και συνέχιζε το δρόμο του.
Έμαθε ο Πιστέντης ο Κούμνος τι έλεγε, νευριασμένος τούστησε καρτέρι στο
μονοπάτι να τον δέρει. Σαν τον βλέπει ο Πάπουτσος και κοψονούρης που ήταν,
άλλαξε τροπάρι, και κάνοντας πως δεν τον ειδε, αρχίνισε να λέει,
-Καλά τους έκαμε ο Κούμνος, έπρεπε να τους δώσει τσι άλλες.
Τον ακουσε ο Πιστέντης, τον πήρε το γέλιο, και αντί να τον δέρει, του λέει,
-άτε ρέ Πάπουτσε, πάμε στον καφενέ να πιούμεν καμιάν πινιάν».