Είναι κάποτε ορισμένοι άνθρωποι που φεύγοντας από τη ζωή δεν
ξεχνιούνται εύκολα, γιατί εχουν αφήσει ανεξίτηλα σημάδια στο πέρασμα τους ενόσω
ζούσαν. Που για αυτούς κανένας τίποτα δεν έχει γράψει, αλλά που με την
συμπεριφορά τους και τον τρόπο που διαβιούσαν, με τον τρόπο που σκέφτονταν και
τον τρόπο που ενεργούσαν, αλλά κυρίως γι αυτά που έλεγαν, ή και έγραφαν, για τη
λάμψη τους που εξέπεμπαν και τις ικανότητες τους, καθώς και για τον
λόγο τους τον συμβατικό ή τον αιρετικό, αλλά καθώς και για άλλα, έμειναν στις
σκέψεις των άλλων χωριανών που πολλές φορές στις αναμεταξύ τους κουβέντες
συναφέρουν διάφορες ρήσεις καθώς και ιστορίες από τη ζήση αυτών των ανθρώπων.
Εγώ σαν συγγραφέας καταγράφω μικρά περιστατικά τέτοιων ζητημάτων και
γεγονότων, τα οποία κατά την γνώμη μαυ εχουν ενδιαφέρον, ώστε οι σημερινές
γενιές αλλά και οι μελλοντικές, μέσω αυτών των ιστοριών να βγάζουν συμπεράσματα
για την πρότερη ζωή των προγόνων μας.
Ένας εξ αυτών τέτοιου είδους άνδρας, ήταν ο Σωτήρης Στυλιανού ο
γνωστός τελευταίος βρακοφόρος του χωριού που απεβίωσε πριν λίγα χρόνια. Η βράκα
ήταν μόδα του 16ου αιώνα. Αυτός, ένας εκ των τελευταίων που είχε για ενδυμασία
τη βράκα, χρησιμοποιούσε την κοντή η οποία έφτανε μέχρι το γόνατο, και μαζί με
το γιλέκο φάνταζε τύπος γραφικός και ωραίος να ξεχωρίζει με τη διαφορετικότητα
του απ όλους τους άλλους. Τα παιδιά τον έβλεπαν και τον έτρεχαν να τον πειράξουν,
αλλά αυτός με πολλη καλοσύνη, τους χαιρετούσε και τους μιλούσε χωρίς να
θυμώνει. Ήταν άνθρωπος μοναχικός και χωρίς οικογένεια, ζούσε φυτεύοντας και
αναγειώνοντας σπόρους κηπευτικών. Ως κύρια ασχολία είχε τη μελισσοκομία,
τέχνη την οποία αγαπούσε και εφήρμοζε για έναν αιώνα σχεδόν, τόσο δηλαδή όσο
έζησε. Έζησε τόσο πολύ γιατί ζούσε βίο μετρημένο και προσεκτικό με κατάλληλη
διατροφή, και κατάλληλη εκγύμναση σώματος και πνεύματος. Ηταν
αυτοδίδακτος αλλά πολύ διαβασμένος, και κατά συνέπεια πολύ μορφωμένος, τόσο που
σε αλληλογραφία που κατάφερε να έχει με την βασίλισσα της Αγγλίας Ελισάβετ κατά
την περίοδο του αγώνα της ΕΟΚΑ, έγραφε πύρινες επιστολές με τις οποίες της εξηγούσε
την ανάγκη να δοθεί στην Κύπρο αυτοδιάθεση και ανεξαρτησία. Εξέδιδε επίσης
μικρά περιοδικά τα οποία διένειμε δωρεάν σε όλη την Κύπρο, που μέσω τους
παρότρυνε τον κόσμο να είναι δίκαιος και να πιστεύει στο Θεό. Διακινόταν με
ποδήλατο για ολόκληρη του τη ζωή σε όλη την Πάφο, και μέχρι τα βαθιά του
γεράματα. Του άρεσε ο ασκητισμός και η ήσυχη ζωή και όπως ο Ιωάννης ο Βαπτιστής,
έτσι και αυτός, έτρωγε και έπινε λίγο, και είχε για κύρια του διατροφή το μέλι
το οποίο παρήγαγε ο ίδιος και το οποίον ήταν άριστης ποιότητας. Είχε μεράκι για
αυτό το επάγγελμα ώστε απο μόνος του έφτιαχνε όλα τα εργαλεία που χρειάζονταν γι
αυτό το σκοπό. Ώρες ολόκληρες κάθε μέρα τις αφιέρωνε στα μελίσσια του. Έφτιαχνε
υποκατάστατες τροφές όπως σιρόπι από ζάχαρη, φύτευε ακόμα ολόγυρα ολόκληρους
ανθώνες για να βρίσκουν γύρι οι μέλισσες, διότι η φυσική γύρη είναι η καλύτερη
τροφή για αυτές. Έκτισε επίσης λίμνη για να έχουν νερό. Ως ήταν όμως φυσικό,
αφού υπήρχε συνέχεια νερό και μέσα στα μελίσσια το γλυκό σιρόπι, η αυλή εγινε
τόπος παράδεισος για τις επικίνδυνες σφήκες οι οποίες αποτελούσαν μεγαλη απειλή
για τις μέλισσες όσο και για τους ανθρώπους. Έτσι, έφτιαξε μια μυγοσκοτώστρα,
και παραφυλάγοντας στα μελίσσια του όποιος σφηκουος πετούσε στην αυλή, τον
σκότωνε.
Μια μέρα σαν τις άλλες, μας διηγείται γείτονας του, είδε τον μικρό του γιο
να τρέχει, και ξοπίσω του το ίδιο ο Σωτήρης, να τρέχει και να ανεμίζει τα
χέρια. Δεν έδωσε πολλή σημασία, γιατί σκέφτηκε ότι ο νεαρός θα πείραξε τον
Σωτήρη, και αυτός τον έτρεχε να του θυμώσει. Την άλλη μέρα σε συναπάντημα τους,
τον ρώτησε τι έκαμε ο μικρός και έτρεχε να τον δείρει.
Α…
του απαντάει,
δεν κατάλαβες, ενώ σκότωνα τις
σφήκες με τη μυγοσκοτώστρα, μου ξέφυγε ένα χτύπημα το οποίον έπεσε πανω στην
κυψέλη και είχε αποτέλεσμα να τσικνώσει το μελίσσι και όλες οι μέλισσες να μου
ορμήσουν. Έτρεξα να γλυτώσω, ο μικρός νόμισε ότι τον, φοβήθηκε, έτρεχε αυτός,
τρέχαμε και οι δυό.