Το Άλας είναι πολύτιμο αγαθό και απαραίτητο για τη ζωή και την υγεία του ανθρώπου.
Στην Αρχαία Ρώμη οι στρατιώτες πληρώνονταν «Εις Άλας» (σε αλάτι), δηλαδή αντί
για νομίσματα, η αξία της δουλειάς τους αντιστοιχούσε σε ποσότητες αλατιού. Η
έκφραση «Εις Άλας» αλλοιώθηκε και έγινε Salarium, δηλαδή αντίτιμο, και σήμερα στην αγγλική γλώσσα, το αντίτιμο της
εργασίας, δηλαδή ο μισθός, ονομάζεται Salary.
Η Κύπρος παρήγαγε μεγάλες ποσότητες αλατιού στην Αλυκή της Λάρνακας που το
εξήγαγαν σε άλλες χώρες. Οι κάτοικοι μάζευαν επίσης αλάτι από τα παράλια των θαλασσών,
εκεί όπου υπήρχαν χαμηλές ακτές που ενώνονταν σχεδόν με το νερό της θάλασσας
και σχημάτιζαν μικρές αλυκές. Όταν τρικυμίαζε το νερό σκέπαζε τις πέτρινες ακτές,
και όταν ημέρευε η θάλασσα και υποχωρούσε, το θαλασσινό νερό που έμενε στις
κολύμπες εξατμιζόταν από τη ζέστα του καλοκαιριού μένοντας ολοκάθαρο το αλάτι.
Επί Αγγλοκρατίας απαγορεύτηκε η σύναξη άλατος από τις παραλίες, γιατί
ήθελαν οι κατακτητές να πωλούν το αλάτι από την Αλυκή της Λάρνακας στον πληθυσμό.
Για να τους αποτρέπουν είχαν διορισμένους φύλακες, τους Αλυκάτορες, που περιπολούσαν
και κατάγγελλαν τους παραβάτες. Μια εποχή που στην Πάφο ανώτερος υπεύθυνος ήταν
ο ΣαβαώΜπασιης, ένας άνθρωπος που δεν σεβόταν την φτώχεια των ομοθρήσκων του
και δεν χαριζόταν σε κανέναν, είχε και το κακό συνήθειο να ζητά δώρα από τους
χωρικούς για να μην τους καταγγέλλει. Ο κόσμος του έδινε από το υστέρημα του γιατί
είχαν μεγάλη ανάγκη το άλας που ήταν απαραίτητο για την κατασκευή των χαλουμιών.
Ο Σαβαώμπασιης από τη μια έπαιρνε τα κανίσια, από την άλλη με δόλιο τρόπο
προσπαθούσε να ξεγελάσει τα μικρά παιδιά και να πάρει πληροφορίες για να
καταγγείλει τους γονιούς τους.
Ήταν ένας υπάλληλος των κατακτητών Χριστιανός από τη Τσάδα, που αντί να
βοηθά τους ομόθρησκους συνανθρώπους του, βοηθούσε δουλικά τους αφεντάδες του. Ο
κόσμος τον είχε άχτι και τον μισούσε. Τον θεωρούσαν σπιούνο, προδότη και εχθρό.
Είχε πάρει τον ρόλο του Αλυκάτορα πολύ σοβαρά και με πείσμα και μανία έταξε
σκοπό του να μην αφήνει κανένα να μαζεύει αλας.
Είχε ένα μεγαλόσωμο άππαρο που τον καβαλλίκευε και καμαρωτός γυρνούσε τις
παραλίες παριστάνοντας τον σπουδαίο αξιωματικό στους απλούς χωρικούς.
Μια φορά στην Αλυκή της Χλώρακας βρήκε την Μαρίκα Στυλιανού να μαζεύει
άλας. Η καημένη φτωχή γυναίκα για να γλυτώσει το πρόστιμο, του είπε ψεύτικο
όνομα. Αλλά ο κακός Αλικάτορας δεν ήταν εύκολο να ξεγελαστεί. Προσπάθησε να την
συλλάβει και να την πάρει στον αστυνομικό σταθμό για εξακρίβωση στοιχείων. Η
Μαρίκα αντέδρασε, και ο Σαβαώς προσπάθησε να ασκήσει βία για τη σύλληψη της.
Τον παλιό καιρό όποιος ακουμπούσε χέρι σε γυναίκα, είχε άσχημα
ξεμπερδέματα. Σαν εξουσία ο Σαβαώς νόμισε ότι μπορούσε να ενεργεί μη
λαμβάνοντας υπόψη τις ηθικές αρχές των κατοίκων. Για κακή του τύχη, εκείνη την ώρα
περνούσε από την περιοχή ο Συμαιώς Λιασίδης, ένας άνθρωπος όχι πολύ ψηλός, αλλά
πολύ δυνατός που μπορούσε να βάλει τερπιέ όλο το χωριό. Με την Μαρίκα είχαν και
μια συγγένεια, ήταν συμπέθεροι.
Βλέποντας τη σκηνή ο Συμαιώς, ορμά και αρπάζει τον Σαβαώ στα χέρια του, τον
έσπασε στο ξύλο. Ο Σαβαώς τις έφαγε, αλλά δεν μπορούσε να κάμει παράπονο, γιατί
το ζήτημα πήρε διαστάσεις τιμής πλέον. Έτσι σιώπησε για το ξύλο, αλλά επέμενε
να βρει την Μαρίκα και να την καταγγείλει. Πήγε πανω στο χωριό και ρωτούσε γι
αυτήν. Επειδή όμως η Μαρίκα του έδωσε ψεύτικο ονομα, δεν μπόρεσε να την βρει,
και έτσι γλύτωσε την καταγγελία και το πρόστιμο. Την άλλη μερα βρήκε μια άλλη
χωριανή, την Ερυφίλλη να μαζεύει άλας. Αυτή όμως ηταν έξυπνη και καπάτσα, μολις
τον πήρε χαμπάρι από μακριά, έβγαλε το φουστάνι της και με το μεσοφόρι της βούτηξε
στη θάλασσα, ότι τάχατες έκανε μπάνιο. Ο Σαβαώς φοβήθηκε μην ξαναπάθει τα ίδια
όπως και την προηγούμενη μερα με την Μαρίκα, έτσι αλλαξοδρόμησε και η Ερυφίλλη
γλίτωσε το πρόστιμο.
Σε λίγο καιρό ο ΣαβαώΜπασιης βρέθηκε στον Ακάμα σε άσχημη κατάσταση να
φωνάζει βοήθεια. Κάποιοι του έστησαν καρτέρι και με ένα σάκο άμμο τον χτύπησαν
στην κοιλιά, και τον εγκατέλειψαν αιμόφυρτο. Χρησιμοποίησαν αυτό τον τρόπο
γιατί ήθελαν να τον σκοτώσουν χωρίς να αφήσουν σημάδια, ώστε να μην καταλάβει η
αστυνομία ότι ήταν φόνος. Ήταν Πεγειώτες βοσκοί οι οποίοι χρειάζονταν άλας για
τα χαλούμια τους, και αυτός ήταν μεγάλο εμπόδιο γι αυτό το σκοπό. Περαστοί τον
βρήκαν και τον μετέφεραν στο νοσοκομείο, αλλά δεν άντεξε, πέθανε. Όλοι οι
Χριστιανοί στα παραθαλάσσια χωριά έστησαν γιορτή και χάρηκαν για τον θάνατο του
Σαβαού.