Πιο κάτω από το σπίτι τους λοιπόν, είχαν την μάντρα με τα πρόβατα, μέσα στο
αλώνι όπου εκεί αλώνιζαν το σιτάρι και το κριθάρι, τον βίκο και τα ρεβίθια,
αλλά και το καννάβι, όλο δηλαδή το βιός που παρήγαγαν στα χωράφια τους που
όργωναν, έσπερναν και θέριζαν μοναχοί τους με μόνα εργαλεία ένα αλέτρι, δυο
βούδια και μια βουκάνη. Το όργωμα γινόταν με το παραδοσιακό αλέτρι που το
έσερναν βόδια, το θέρισμα και αυτό με το δρεπάνι, και το αλώνισμα με τη
βουκάνη, ένα επίπεδο ξύλο αρκετά βαρύ που στο κάτω μέρος του είχε σφηνωμένες
μικρές κοφτερές σκληρές πέτρες (αθκιάτζια) για να αλέθουν τα δεμάτια.
Μέσα στο αλώνι υπήρχαν δρύες μεγάλοι και πανύψηλοι που από την μεγάλη
φυλλωσιά τους πέρναγε ο αγέρας φέρνοντας τη δροσιά, και κάτω από την φυλλωσιά
και τη σκιά τους πέρναγαν τις μέρες και τις νύχτες οι καλοί μας γεωργοί ώσπου
να τελειώσει όλη εργασία που διαρκούσε πολλές μέρες του καλοκαιριού. Εκεί είχαν
τα κρεβάτια τους καμωμένα απο σακούλες και ποκαλάμες, είχαν την νηστκιά τους
που μαγείρευαν, είχαν τα σκεύη τους, είχε και ένα εκκλησάκι που τους πρόσεχε.
Ήταν του Μιχαήλ Αρχάγγελου, και μέσα σε αυτό προσέτρεχαν όταν ο καιρός χαλούσε
ή όταν καποια φορά οι βροχές έρχονταν παράκαιρα.
Ήταν Σεπτέμβριος μήνας τέλος του καλοκαιριού, είχαν γεμίσει οι κούζοι
χαλούμια, είχαν αλωνέψει βίκο, ρεβίθια και μαυρόκοκκο, έπρεπε ο Λεωνής να βγει
στην γύρα να πουλήσει, να μαζέψει χρήματα, να ψωνίσει. Στο πέρα χωριό της
Τσάδας είχε πανηγύρι, ήταν οι 14 του Σεμπτέβρη, ήταν η γιορτή του Τίμιου
Σταυρού της Μίνθας. Είχαν ένα κτηνό έναν γάιδαρο τον Σιερκά, που ήταν αργός
αλλά δυνατός και είχε πολλή αντοχή. Σηκώθηκε ο Λεωνής απο τα μεσάνυχτα που λέει
ο λόγος, και σέλωσε τον Σιερκά. Έβαλε πρώτα το στρατούρι και ύστερα την σιρίζα.
Φόρτωσε μέσα σε αυτήν την πραμάτεια, καβαλίκεψε και αυτός, και όρτσα για την
Τσάδα. Ήταν κάμποση η στράτα, υπολόγιζε με το ξημέρωμα να είναι εκεί, να έβρη
πόστο καλό, να απλώσει την πραμάτεια και να την πουλήση. Είχε φορτώσει
χαλούμια, αναρές, λίγα ρεβίθια και βίκο. Είχε ακόμα φορτώσει μαυρόκοκκο, ένα
είδος σπόρου σαν μαύρο σουσάμι που είχε σπουδαία γεύση και το έβαζαν πάνω στο
ψωμί ως βούτυρο ή μαρμελάδα. Σ αυτό βασιζόταν πιο πολύ, γιατί είχε ζήτηση καλή.
Εξεκίνησε και επήγαινε, εις την πολλή την ωρα, τον επήρε ο ύπνος. Ήταν κουρασμένος,
είχε έγνοια, προσπάθησε να μείνει ξύπνιος, δεν τα κατάφερε. Στο δρόμο που
επήγαινε επέρασε κάτω από ένα χαμηλό δένδρο, έδωκε στην κεφαλή του ένα κλωνί με
φύλλα και εξύπνησε απότομα. Ξιπάστηκε και άρχισε να φωνάζει και να λέει,
«μαυρόκοκκος, φτηνός μαυρόκοκκος»… Από την πολλη έγνοια που είχε, με το απότομο
ξύπνημα άρχισε να διαλαλεί την πραμάτεια του. Ξύπνησε και προσπάθησε να μείνει
έτσι, μην και ο γάιδαρος λοξοδρομήσει και παει αλλού.
Πήγαινε, πήγαινε…, εξανακοιμήθηκε. Σε κάποια στιγμή ένιωσε το «κτηνό» να
σταματά, εξαναξύπνησε. Κοιτάζει γυρω νυσταγμένος, είχε ξημερώσει, βλέπει
ομπρός του την Δεσποινού, την γυναίκα του. Απορημένος και ξαφνιασμένος την
ερωτάει τι γυρεύει αυτή στο πανηγύρι, ενώ η Δεσποινού πολύ θυμωμένη τον ερωτάει
τι κάνει εδώ, και δεν είναι στην Τσάδα, στο πανηγύρι ως έπρεπε να είναι…
Είχε κοιμηθεί, ο γάιδαρος αντί να τον πάρει στο πανηγύρι, έκλωσε και τον
ξανάφερε στο αλώνι. Έχασε το πανηγύρι, έχασε την ευκαιρία να πουλήσει, να
ψουμνήσει, ή να κανει ανταλλαγή προϊόντων. Το χειρότερο όμως που ήξερε ότι θα
συνέβαινε, ήταν η μουρμούρα της Δεσποινούς που σίγουρα θα διαρκούσε πολλές
ημέρες.